- γιγγλυμοί
- γίγγλυμοςhingemasc nom/voc plγιγγλυμόομαιto be hinge-jointedpres subj mp 2nd sgγιγγλυμόομαιto be hinge-jointedpres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται … Dictionary of Greek